τριχῶ — τριχόω furnish pres subj act 1st sg τριχόω furnish pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] … Dictionary of Greek
ορθοτριχώ — ὀρθοτριχῶ, έω (Α) έχω σηκωμένες τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ] … Dictionary of Greek
CAPILLI Promulsi et Remulsi — dicuntur Apuleio capilli pexi tantum ac dentibus pectinis discriminatri; πεκτὴ et ἐκτενισμένη ςθρὶξ Graecis, quae alium non admisit ornatum, praeter pectinis discriminationem, non calamistris intorta, non in cumulum nodata, non spiris convoluta,… … Hofmann J. Lexicon universale
ατρίχωτος — η, ο [τριχώ ( όω)] άτριχος, μη τριχωτός … Dictionary of Greek
περιτριχώ — όω, ΜΑ καλύπτω από παντού με τρίχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός)] … Dictionary of Greek
τρίχωμα — ώματος, το, ΝΜΑ [τριχῶ] το σύνολο τών τριχών που καλύπτουν το σώμα τού ανθρώπου ή ενός ζώου ή τον κορμό ενός φυτού μσν. (για προσόψια) η πυκνή και συνεστραμμένη ύφανση … Dictionary of Greek
τρίχωση — η / τρίχωσις, ώσεως, ΝΜΑ [τριχῶ] 1. έκφυση τριχών, τριχοφυΐα 2. τρίχωμα νεοελλ. ιατρ. η παρά φύσιν έκφυση τριχών στον βλεννογόνο τής ουρήθρας ή τής κύστης μσν. αρχ. νόσος που προσβάλλει τα βλέφαρα, τριχίαση αρχ. κόμμωση … Dictionary of Greek
τριχωτός — ή, ό / τριχωτός, ή, όν, ΝΜΑ [τριχῶ] αυτός που έχει πολλές τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός νεοελλ. φρ. α) «τριχωτό δέρμα» ανατ. το δέρμα που φέρει τρίχες β) «τριχωτό τής κεφαλής» το επάνω μέρος τού κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά γ) «τριχωτή… … Dictionary of Greek